παρυφή

παρυφή
η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α
λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῑς χιτῶσι πορφυραῑ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῡνται», Αθήν.)
νεοελλ.
το άκρο, το όριο (α. «παρυφή δάσους» β. «στις παρυφές τής πόλης»)
αρχ.
το τελευταίο, το έσχατο σημείο («παρυφὴ κακῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παρυφαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρυφή — border woven along fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρυφή — η 1. στενή λωρίδα στις δυο πλευρές του υφάσματος, αλλιώς ούγια, γύρος, κενάρι. 2. άκρο, όριο, σύνορο τόπου: Στις παρυφές του χωριού συναντήσαμε ένα τσομπανόπουλο με το κοπάδι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρυφαί — παρυφή border woven along fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρυφῆς — παρυφή border woven along fem gen sg (attic epic ionic) παρυφής with a border masc/fem acc pl (attic epic doric) παρυφής with a border masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρυφήν — παρυφή border woven along fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • PRAETEXTUM — apud Senecam, Ep. 71. Sed Cn. Pompeius amittit exercitum: sed illud praeclarum Rei publicae Praetextum, optimates unô praeliô profligabuntur: ornamentum est. In Glossis, παρυφὴ, praetextum, quod ad extremam oram adsutum est. Hosych: παραςτροφὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τσιμούχα — η, Ν 1. παρυφή υφάσματος, ούγια 2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος 3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης 4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας 5. είδος σπόγγου 6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”